- δρακόντεια μέτρα
- Βλ. λ. Δράκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
δρακόντειος — α, ο (AM δρακόντειος, ον Μ και δρακόντεος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα νεοελλ. 1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι») 2. αστρον. αυτός που… … Dictionary of Greek
Drakon — (altgriechisch Δράκων ὃ Ἀθηναῖος Drákōn hó Athenaios ‚Drakon der Athener‘; * um 650 v. Chr.) war ein athenischer Gesetzesreformer, der um das Jahr 621 v. Chr. sämtliche damals in Athen bekannten Strafbestimmungen aufzeichnete. Er führte in seinem … Deutsch Wikipedia
Drakonisch — Drakon (Δράκων ὁ Ἀθηναῖος Drakon aus Athen; * um 650 v. Chr.) war ein athenischer Gesetzesreformer, der um das Jahr 621 v. Chr. sämtliche damals in Athen bekannten Strafbestimmungen aufzeichnete. Er führte in seinem Werk aber zwei wesentliche… … Deutsch Wikipedia
Πάγκαλος, Θεόδωρος — Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός (Σαλαμίνα 1878 – Αθήνα 1952). Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου, πήρε μέρος στην Επανάσταση στο Γουδί (1909), στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13), στο Κίνημα Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek
δρακόντειος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με τον Αθηναίο νομοθέτη Δράκοντα: Δρακόντειοι νόμοι. 2. αυστηρός, σκληρός, αποτελεσματικός: Στο αεροδρόμιο υπήρχαν δρακόντεια μέτρα ασφάλειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)